repressive$69395$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

repressive$69395$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Repressing; Repressions; Repression (disambiguation); Repressive

repressive      
adj. καταπιεστικός, κατασταλτικός

Ορισμός

Repression
·noun That which represses; check; restraint.
II. Repression ·noun The act of repressing, or state of being repressed; as, the repression of evil and evil doers.

Βικιπαίδεια

Repression

Repression may refer to:

  • Memory inhibition, the ability to filter irrelevant memories from attempts to recall
  • Political repression, the oppression or persecution of an individual or group for political reasons
  • Psychological repression, the psychological act of excluding desires and impulses from one's consciousness
  • Social repression, the socially supported mistreatment and exploitation of a group of individuals
  • Genetic repression, the down-regulation of gene transcription by the action of repressor proteins binding to a promoter
  • "Repression" (Star Trek: Voyager), an episode of the science fiction television series Star Trek: Voyager, the fourth episode of the seventh (and final) season of the series